- ξυστροποιός
- ξυστρο-ποιός, όν,A making ξῦστραι, Gloss. ; perh. to be read in Dexipp.in Cat.12.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυστροποιός — ξυστροποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει ξύστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek